- αποξηραίνομαι
- αποξηραίνομαι, αποξηράνθηκα, αποξηραμένος βλ. πίν. 46
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκφρύγομαι — ἐκφρύγομαι και ἐκφρύττομαι (Α) 1. γίνομαι ξηρός, αποξηραίνομαι 2. φθείρομαι … Dictionary of Greek
κραυρούμαι — κραυροῡμαι, όομαι (AM) [κραύρος] γίνομαι ξηρός, αποξηραίνομαι και γίνομαι εύθρυπτος … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek
παραυαίνομαι — Α ξηραίνομαι τελείως, αποξηραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐαίνομαι / ξηραίνομαι»] … Dictionary of Greek
συναποξηραίνομαι — Μ αποξηραίνομαι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
ՑԱՄԱՔԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0906 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 14c ձ. ξηράνομαι, ἁποξηραίνομαι siccor, exsiccor, areo, aresco, exareo, exaresco, arefio ψύχομαι, ἑκψύχομαι frigesco. Ցամաք լինել, չորանալ, պակասիլ ʼի խոնաւութենէ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)